- ὑπερβεβλημένος
- ὑπερβάλλωthrow overperf part mp masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek
υπερβεβλημένως — ΜΑ επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek